- ἀνήκοντας
- ἀνήκωto have come up topres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
Αφθονίδης — Επώνυμο δύο λογίων του του 19ου αι. 1. Γερμανός (1823 1895). Λόγιος και καλόγερος από την Κωνσταντινούπολη. Έζησε, κατά την παιδική του ηλικία, σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Ξηρολίμνη. Ύστερα από ένα μικρό … Dictionary of Greek